Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμέτωπος η πολυμέτωπη το πολυμέτωπο
      γενική του πολυμέτωπου της πολυμέτωπης του πολυμέτωπου
    αιτιατική τον πολυμέτωπο την πολυμέτωπη το πολυμέτωπο
     κλητική πολυμέτωπε πολυμέτωπη πολυμέτωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμέτωποι οι πολυμέτωπες τα πολυμέτωπα
      γενική των πολυμέτωπων των πολυμέτωπων των πολυμέτωπων
    αιτιατική τους πολυμέτωπους τις πολυμέτωπες τα πολυμέτωπα
     κλητική πολυμέτωποι πολυμέτωπες πολυμέτωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυμέτωπος < πολυ- + -μέτωπος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυμέτωπος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία