Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυθόρυβος η πολυθόρυβη το πολυθόρυβο
      γενική του πολυθόρυβου της πολυθόρυβης του πολυθόρυβου
    αιτιατική τον πολυθόρυβο την πολυθόρυβη το πολυθόρυβο
     κλητική πολυθόρυβε πολυθόρυβη πολυθόρυβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυθόρυβοι οι πολυθόρυβες τα πολυθόρυβα
      γενική των πολυθόρυβων των πολυθόρυβων των πολυθόρυβων
    αιτιατική τους πολυθόρυβους τις πολυθόρυβες τα πολυθόρυβα
     κλητική πολυθόρυβοι πολυθόρυβες πολυθόρυβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυθόρυβος < πολυ- + θόρυβος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυθόρυβος, -η, -ο

  1. που έχει πολύ θόρυβο
    πολυθόρυβη αίθουσα
  2. που προκαλεί πολύ θόρυβο
    πολυθόρυβο μοτέρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία