πολυθόρυβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυθόρυβος, -η, -ο
- που έχει πολύ θόρυβο
- πολυθόρυβη αίθουσα
- που προκαλεί πολύ θόρυβο
- πολυθόρυβο μοτέρ
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυθόρυβος
|
πολυθόρυβος, -η, -ο
|