Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυετία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πολυετί
α
οι
πολυετί
ες
γενική
της
πολυετί
ας
των
πολυετι
ών
αιτιατική
την
πολυετί
α
τις
πολυετί
ες
κλητική
πολυετί
α
πολυετί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυετία
<
ελληνιστική κοινή
πολυετία
<
αρχαία ελληνική
πολύς
+
ἔτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πολυετία
θηλυκό
χρονικό
διάστημα
πολλών
ετών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυετία
(
ελληνιστική κοινή
) :
πολυετία
αγγλικά
: (
perenniality
(en)
)