πολυαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυαρχικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολυαρχικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πολυαρχία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυαρχικός
|
πολυαρχικός, -ή, -ό
|