πολυαισθητηριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυαισθητηριακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πολυαισθητηριακός, -ή, -ό
- που χρησιμοποιεί πολλές αισθήσεις για να πετύχει το σκοπό του
- πολυαισθητηριακή διδασκαλία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυαισθητηριακός