πολυάστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυάστερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπολυάστερος, -η, -ο
- που έχει πολλά αστέρια
- πολυάστερος ουρανός
- (μεταφορικά) που έχει πολλές γνωστές προσωπικότητες
- πολυάστερη επιτροπή
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυάστερος
|