↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυάστερος η πολυάστερη το πολυάστερο
      γενική του πολυάστερου της πολυάστερης του πολυάστερου
    αιτιατική τον πολυάστερο την πολυάστερη το πολυάστερο
     κλητική πολυάστερε πολυάστερη πολυάστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυάστεροι οι πολυάστερες τα πολυάστερα
      γενική των πολυάστερων των πολυάστερων των πολυάστερων
    αιτιατική τους πολυάστερους τις πολυάστερες τα πολυάστερα
     κλητική πολυάστεροι πολυάστερες πολυάστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυάστερος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυάστερος, -η, -ο

  1. που έχει πολλά αστέρια
    πολυάστερος ουρανός
  2. (μεταφορικά) που έχει πολλές γνωστές προσωπικότητες
    πολυάστερη επιτροπή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία