↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτικότητα οι πολιτικότητες
      γενική της πολιτικότητας των πολιτικοτήτων
    αιτιατική την πολιτικότητα τις πολιτικότητες
     κλητική πολιτικότητα πολιτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολιτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολιτικ(ότης) + -ότητα από την αιτιατική ενικού «τὴν πολιτικότητα»

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.li.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐τι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολιτικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.