διπλωματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διπλωματικότητα < διπλωματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διπλωματικότητα θηλυκό
- (μεταφορικά) το να είναι κάποιος διπλωμάτης, να φέρεται διπλωματικά, με διπλωματία