καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολιτικότης αἱ πολιτικότητες
      γενική τῆς πολιτικότητος τῶν πολιτικοτήτων
      δοτική τῇ πολιτικότητι ταῖς πολιτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν πολιτικότητα τὰς πολιτικότητας
     κλητική ! πολιτικότης πολιτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολιτικότης: μαρτυρείται από το 1848 σε κείμανο του Νικολάου Σαριπόλου[1] < πολιτικ(ός)- + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολιτικότης θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 823, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου