πολέντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολέντα | οι | πολέντες |
γενική | της | πολέντας | των | πολεντών |
αιτιατική | την | πολέντα | τις | πολέντες |
κλητική | πολέντα | πολέντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολέντα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολέντα θηλυκό
- (γλυκό) είδος γλυκού που παρασκευάζεται με καλαμποκάλευρο