↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποινᾱτωρ- ποινᾱτορ-
ονομαστική / ποινάτωρ οἱ/αἱ ποινάτορες
      γενική τοῦ/τῆς ποινάτορος τῶν ποινατόρων
      δοτική τῷ/τῇ ποινάτορ τοῖς/ταῖς ποινάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ποινάτορ τοὺς/τὰς ποινάτορᾰς
     κλητική ! ποινᾶτορ ποινάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποινάτορε
γεν-δοτ τοῖν  ποινατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποινάτωρ < ποινή, θέμα ποινᾱ- + -τωρ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποινάτωρ αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία