ποινάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ποινᾱτωρ- ποινᾱτορ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ποινάτωρ | οἱ/αἱ | ποινάτορες | |
γενική | τοῦ/τῆς | ποινάτορος | τῶν | ποινατόρων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ποινάτορῐ | τοῖς/ταῖς | ποινάτορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ποινάτορᾰ | τοὺς/τὰς | ποινάτορᾰς | |
κλητική ὦ! | ποινᾶτορ | ποινάτορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποινάτορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ποινατόροιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποινάτωρ αρσενικό ή θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ποινάτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποινάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.