ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποινήτωρ οἱ ποινήτορες
      γενική τοῦ ποινήτορος τῶν ποινητόρων
      δοτική τῷ ποινήτορ τοῖς ποινήτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ποινήτορ τοὺς ποινήτορᾰς
     κλητική ! ποινῆτορ ποινήτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποινήτορε
γεν-δοτ τοῖν  ποινητόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποινήτωρ < αρχαία ελληνική ποινάτωρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποινήτωρ αρσενικό