ποιμνιοβοσκή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποιμνιοβοσκή θηλυκό
- (λόγιο, παρωχημένο) τόπος που ενδείκνυται για βοσκή ποιμνίων
- (λόγιο, παρωχημένο) η βόσκηση των ποιμνίων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποιμνιοβοσκή
|