ποδόστημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδόστημα < ελληνιστική κοινή ποδόστημα[1] < αρχαία ελληνική πούς + ἵστημι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδόστημα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η πρυμναία προέκταση της τρόπιδας που ανορθώνεται μέχρι το ανώτερο σημείο της πρύμνης πλοίου, σκάφους ή λέμβου.
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδόστημα
|
- ↑ ποδόστημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.