Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποδοστάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ποδοστάτ
ης
οι
ποδοστάτ
ες
γενική
του
ποδοστάτ
η
των
ποδοστατ
ών
αιτιατική
τον
ποδοστάτ
η
τους
ποδοστάτ
ες
κλητική
ποδοστάτ
η
ποδοστάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποδοστάτης
<
πόδ(ι)
+
-ο-
+
-στάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποδοστάτης
αρσενικό
μηχανισμός για να ακουμπάει κανείς το πόδι του (για
μπαρ
, για
πεντικιούρ
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποδοστάτης
αγγλικά
:
footrest
(en)
ιταλικά
:
poggiapiedi
(it)