Δείτε επίσης: πνῖγος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πνίγος τα πνίγη
      γενική του πνίγους των πνιγών
    αιτιατική το πνίγος τα πνίγη
     κλητική πνίγος πνίγη
Στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πνίγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πνῖγος > πνίγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πνίγος ουδέτερο

  • (φιλολογία, θέατρο, όρος για την αρχαία ελληνική κωμωδία) τμήμα της παράβασης στην αρχαία κωμωδία, το οποίο εκφέρεται απνευστί, χωρίς σταμάτημα, με γρήγορη εκφορά (που σε πνίγει γιατί δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα)
    ※  Κομμάτιον, Ανάπαιστοι και Πνίγος απάρτιζαν το πρώτο, ενιαίο, αστροφικό μέρος της Παράβασης.[1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πνίγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία