Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν ο όρος για την αρχαία κωμωδία ήταν ελληνιστικός ή παλιότερος. Sarri.greek 08:22, 13 Ιούνιος 2021 (UTC).



Δείτε επίσης: πνίγος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνῖγος < πνίγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνῖγος, γενική: πνίγεος/πνίγους ουδέτερο

  1. που πνίγει λόγω της ζέστης
  2. (συνεκδοχικά) αποπνικτική ζέστη
    ※  ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον
    Στοιβαγμένοι πολλοί μαζί σε μια στενή χαράδρα, μη έχοντας στέγη, υπόφεραν από τον ήλιο και την πνιγηρή ζέστη
    Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7.87 greek-language.gr, μετάφραση: Άγγελος Βλάχος. ΣτΕ: Περιγραφή της κατάστασης των αιχμαλώτων στις Συρακούσες.
  3. (ελληνιστική σημασία) όρος αναφερόμενος στο αρχαίο θέατρο: [1] → δείτε τη λέξη πνίγος (τμήμα της παράβασης στην αρχαία κωμωδία)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πνίγω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. στο Wilson, Nigel Guy (1975) Scholia in Aristophanis Acharnenses, Groningen: Forsten, 1975. (Sch.Ar.Ach.659)

  Πηγές επεξεργασία