πλουσιόδωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλουσιόδωρος αρσενικό
- που παρέχει άφθονα αγαθά
- ※ Ο Θεός αφού έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο, ως πλουσιόδωρος και αγαθός που είναι, του έδωσε και την δύναμη, αν θέλει, να γίνεται αρεστός σ’ Αυτόν. (Το αυτεξούσιον του ανθρώπου, Δόγμα, dogma.gr, 30/4/2023 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλουσιόδωρος
|