↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστογράφηση οι πλαστογραφήσεις
      γενική της πλαστογράφησης* των πλαστογραφήσεων
    αιτιατική την πλαστογράφηση τις πλαστογραφήσεις
     κλητική πλαστογράφηση πλαστογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαστογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλαστογράφηση < πλαστογραφώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαστογράφηση θηλυκό

  • η ενέργεια του πλαστογραφώ, του να υπογράψω κάτι αναπαράγοντας το όνομα και γραφικό χαρακτήρα άλλου ανθρώπου, ώστε να φαίνεται ότι πρόκειται για τη δική του υπογραφή, χωρίς αυτός να συμφωνήσει σε αυτό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία