πλαστελίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπλαστελίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική plastelline < σήμα κατατεθέν «Ρlastilina» < αρχαία ελληνική πλάσσω + -ίνη[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαστελίνη θηλυκό
- ευμάλακτη ύλη που χρησιμοποιείται για πλάσιμο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλαστελίνη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πλαστελίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας