↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστελίνη οι πλαστελίνες
      γενική της πλαστελίνης των πλαστελινών
    αιτιατική την πλαστελίνη τις πλαστελίνες
     κλητική πλαστελίνη πλαστελίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πλαστελίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική plastelline < σήμα κατατεθέν «Ρlastilina» < αρχαία ελληνική πλάσσω + -ίνη[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλαστελίνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία