Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιόσχημος η πιόσχημη το πιόσχημο
      γενική του πιόσχημου της πιόσχημης του πιόσχημου
    αιτιατική τον πιόσχημο την πιόσχημη το πιόσχημο
     κλητική πιόσχημε πιόσχημη πιόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιόσχημοι οι πιόσχημες τα πιόσχημα
      γενική των πιόσχημων των πιόσχημων των πιόσχημων
    αιτιατική τους πιόσχημους τις πιόσχημες τα πιόσχημα
     κλητική πιόσχημοι πιόσχημες πιόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιόσχημος < πι + -ό- + -σχημος

  Επίθετο επεξεργασία

πιόσχημος, -η, -ο

  • που έχει το σχήμα του γράμματος πι

  Μεταφράσεις επεξεργασία