Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιτσίλισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πιτσίλισμα
τα
πιτσιλίσμα
τ
α
γενική
του
πιτσιλίσμα
τ
ος
των
πιτσιλισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πιτσίλισμα
τα
πιτσιλίσμα
τ
α
κλητική
πιτσίλισμα
πιτσιλίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιτσίλισμα
<
πιτσιλίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιτσίλισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
πιτσιλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιτσίλισμα
γαλλικά
:
éclaboussure
(fr)