πιρουνάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πιρουνάτος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που τρώγεται με πιρούνι
- Φακές πιρουνάτες με φέτα και ελιές. (*)
- (νεολογισμός) που δημιουργείται χρησιμοποιώντας πιρούνι
- Μπούκλες πιρουνάτες
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιρουνάτος
|