• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πιροπλάσμωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιροπλάσμωση οι πιροπλασμώσεις
      γενική της πιροπλάσμωσης* των πιροπλασμώσεων
    αιτιατική την πιροπλάσμωση τις πιροπλασμώσεις
     κλητική πιροπλάσμωση πιροπλασμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιροπλασμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πιροπλάσμωση < αγγλική piroplasmosis < piroplasma < λατινική pirum (αχλάδι) + αρχαία ελληνική πλάσμα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πιροπλάσμωση θηλυκό

  • (ιατρική) νόσος που προκαλείται από νυγμό ακάρεων

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • βαβεσίωση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πιροπλάσμωση
  • αγγλικά : piroplasmosis (en), babesiosis (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πιροπλάσμωση&oldid=5574429"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Ιουλίου 2022, στις 18:42

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Ιουλίου 2022, στις 18:42.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie