• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βαβεσίωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαβεσίωση οι βαβεσιώσεις
      γενική της βαβεσίωσης* των βαβεσιώσεων
    αιτιατική τη βαβεσίωση τις βαβεσιώσεις
     κλητική βαβεσίωση βαβεσιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαβεσιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βαβεσίωση < (λόγιο δάνειο) αγγλική babesiosis < ρουμανική Victor Babeș (ανθρωπωνύμιο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βαβεσίωση θηλυκό

  • (ιατρική) συνώνυμο του πιροπλάσμωση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βαβεσίωση
  • → δείτε τη λέξη πιροπλάσμωση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βαβεσίωση&oldid=5110401"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Ιουνίου 2021, στις 12:08
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Ιουνίου 2021, στις 12:08.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie