βαβεσίωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαβεσίωση < (λόγιο δάνειο) αγγλική babesiosis < ρουμανική Victor Babeș (ανθρωπωνύμιο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βαβεσίωση θηλυκό
- (ιατρική) συνώνυμο του πιροπλάσμωση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βαβεσίωση
|