πιπίνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιπίνι | τα | πιπίνια |
γενική | του | πιπινιού | των | πιπινιών |
αιτιατική | το | πιπίνι | τα | πιπίνια |
κλητική | πιπίνι | πιπίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιπίνι < πιπίζω + -νι < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιπίνι ουδέτερο
- περιστεράκι
- (μεταφορικά) νεαρό όμορφο κορίτσι
- το επιστόμιο των πνευστών
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πιπίζω
Σημειώσεις επεξεργασία
- ο Μπαμπινιώτης το γράφει με δύο π: πιππίνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιπίνι
|