Ετυμολογία

επεξεργασία
πιπίζω < (ηχομιμητική λέξη) (πι)

πιπίζω

  • (συνήθως για πουλιά) βγάζω φωνή που ακούγεται σαν να επαναλαμβάνω το πι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • ο Μπαμπινιώτης το γράφει με δύο π: πιππίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία