Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πικρόγελο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πικρόγελ
ο
τα
πικρόγελ
α
γενική
του
πικρόγελ
ου
των
πικρόγελ
ων
αιτιατική
το
πικρόγελ
ο
τα
πικρόγελ
α
κλητική
πικρόγελ
ο
πικρόγελ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πικρόγελο
<
πικρός
+
-ο-
+
γέλιο
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πικρόγελο
ουδέτερο
(
λογοτεχνικό
) το
γέλιο
που φανερώνει (ή
υποκρύπτει
)
πίκρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πικρόγελο