πικράγγουρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πικράγγουρο ουδέτερο
- ο καρπός της πικραγγουριάς (με καθαρτικές ιδιότητες)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πικράγγουρο
|
πικράγγουρο ουδέτερο
|