πικραγγουριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πικραγγουριά | οι | πικραγγουριές |
γενική | της | πικραγγουριάς | των | πικραγγουριών |
αιτιατική | την | πικραγγουριά | τις | πικραγγουριές |
κλητική | πικραγγουριά | πικραγγουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.kraŋ.ɟuˈrʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κραγ‐γου‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
πικραγγουριά θηλυκό
- (βοτανική) το φυτό με την επιστημονική ονομασία Ecballium elaterium, μέλος της οικογένειας των αγγουριών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πικράγγουρο
- → δείτε τις λέξεις πικρός και αγγούρι
Πηγές επεξεργασία
- πικραγγουριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πικραγγουριά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγριαγγουριά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πικραγγουριά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)