πιθαράδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.θaˈɾa.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐θα‐ρά‐δι‐κο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιθαράδικο ουδέτερο
- εργαστήριο στο οποίο κατασκευάζονται ή πωλούνται πιθάρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιθαράδικο
|