πηροδάκτυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηροδάκτυλος < αρχαία ελληνική πηρός + δάκτυλο + -ος
Επίθετο επεξεργασία
πηροδάκτυλος
- (ιατρική) που πάσχει από πηροδακτυλία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηροδάκτυλος
|
πηροδάκτυλος
|