↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηροδάκτυλος η πηροδάκτυλη το πηροδάκτυλο
      γενική του πηροδάκτυλου της πηροδάκτυλης του πηροδάκτυλου
    αιτιατική τον πηροδάκτυλο την πηροδάκτυλη το πηροδάκτυλο
     κλητική πηροδάκτυλε πηροδάκτυλη πηροδάκτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηροδάκτυλοι οι πηροδάκτυλες τα πηροδάκτυλα
      γενική των πηροδάκτυλων των πηροδάκτυλων των πηροδάκτυλων
    αιτιατική τους πηροδάκτυλους τις πηροδάκτυλες τα πηροδάκτυλα
     κλητική πηροδάκτυλοι πηροδάκτυλες πηροδάκτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πηροδάκτυλος < αρχαία ελληνική πηρός + δάκτυλο + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πηροδάκτυλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία