πετροβάμβακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.tɾoˈvaɱ.va.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τρο‐βάμ‐βα‐κας
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροβάμβακας αρσενικό
- μονωτικό υλικό από εξαιρετικά λεπτές ίνες οι οποίες προέρχονται από μείγμα πετρωμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροβάμβακας