Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετραγγουριά οι πετραγγουριές
      γενική της πετραγγουριάς των πετραγγουριών
    αιτιατική την πετραγγουριά τις πετραγγουριές
     κλητική πετραγγουριά πετραγγουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετραγγουριά < πετρ- + αγγουριά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.tɾaŋ.ɡuɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τραγ‐γου‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετραγγουριά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πετραγγουριά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)