Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριαγγουριά οι αγριαγγουριές
      γενική της αγριαγγουριάς των αγριαγγουριών
    αιτιατική την αγριαγγουριά τις αγριαγγουριές
     κλητική αγριαγγουριά αγριαγγουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριαγγουριά < μεσαιωνική ελληνική ἀγριαγγουρέα[1] < αρχαία ελληνική ἄγριος + ελληνιστική κοινή ἀγγούριον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣriaŋ.ɟuˈrʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γριαγ‐γου‐ριά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριαγγουριά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. ἀγριαγγουρέα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)