Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεταλόσχημος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεταλόσχημ
ος
η
πεταλόσχημ
η
το
πεταλόσχημ
ο
γενική
του
πεταλόσχημ
ου
της
πεταλόσχημ
ης
του
πεταλόσχημ
ου
αιτιατική
τον
πεταλόσχημ
ο
την
πεταλόσχημ
η
το
πεταλόσχημ
ο
κλητική
πεταλόσχημ
ε
πεταλόσχημ
η
πεταλόσχημ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεταλόσχημ
οι
οι
πεταλόσχημ
ες
τα
πεταλόσχημ
α
γενική
των
πεταλόσχημ
ων
των
πεταλόσχημ
ων
των
πεταλόσχημ
ων
αιτιατική
τους
πεταλόσχημ
ους
τις
πεταλόσχημ
ες
τα
πεταλόσχημ
α
κλητική
πεταλόσχημ
οι
πεταλόσχημ
ες
πεταλόσχημ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεταλόσχημος
<
πέταλ(ο)
+
-ό-
+
-σχημος
Επίθετο
επεξεργασία
πεταλόσχημος, -η, -ο
που έχει
σχήμα
πετάλου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πεταλοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεταλόσχημος
→
δείτε
τη λέξη
πεταλόσχημος