περσοναλιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περσοναλιστής < γαλλική personnaliste[1] < personnalisme < υστερολατινική personalis < λατινική persona
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερσοναλιστής αρσενικό (θηλυκό περσοναλίστρια)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περσοναλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία περσοναλιστής
- ↑ περσοναλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας