Ετυμολογία

επεξεργασία
persona < person + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική persona personaj
αιτιατική personan personajn

persona (eo)

laŭ mia persona opinio.., κατά την προσωπική μου άποψη..