Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιωπή οι περιωπές
      γενική της περιωπής των περιωπών
    αιτιατική την περιωπή τις περιωπές
     κλητική περιωπή περιωπές
Συνήθως στη γενική ενικού
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιωπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιωπή[1] < περί + -ωψ του μέλ. όψομαι και πρκ. όπωπα του ρ. ορώ= βλέπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ω‐πή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιωπή θηλυκό

  1. μέρος ψηλό από όπου κανείς βλέπει μακράν και ολόγυρα, τόπος περίοπτος
  2. (μεταφορικά) «άνθρωπος υψηλής περιωπής», μεγάλης αξίας, καταγωγής

Εκφράσεις επεξεργασία

«από περιωπής», αφ΄ υψηλού χωρίς προκαταλήψεις, αντικειμενικά: «εξετάζω τα πράγματα από περιωπής».

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία