περιστεροτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περιστεροτροφείο < ελληνιστική κοινή περιστεροτροφεῖον < περιστεροτρόφος < αρχαία ελληνική περιστερά + τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περιστεροτροφείο ουδέτερο
- μέρος όπου (συστηματικά) εκτρέφονται περιστέρια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις περιστεροτρόφος, περιστέρι και τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιστεροτροφείο