↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιουσιασμός οἱ περιουσιασμοί
      γενική τοῦ περιουσιασμοῦ τῶν περιουσιασμῶν
      δοτική τῷ περιουσιασμ τοῖς περιουσιασμοῖς
    αιτιατική τὸν περιουσιασμόν τοὺς περιουσιασμούς
     κλητική ! περιουσιασμέ περιουσιασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιουσιασμώ
γεν-δοτ τοῖν  περιουσιασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιουσιασμός < περιουσιάζω + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιουσιασμός αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) πλήθος
  2. (ελληνιστική κοινή) περιουσία, πλούτος
  3. (ελληνιστική κοινή) κατοχή, κτήση