περιουσιασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περιουσιασμός | οἱ | περιουσιασμοί |
γενική | τοῦ | περιουσιασμοῦ | τῶν | περιουσιασμῶν |
δοτική | τῷ | περιουσιασμῷ | τοῖς | περιουσιασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | περιουσιασμόν | τοὺς | περιουσιασμούς |
κλητική ὦ! | περιουσιασμέ | περιουσιασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιουσιασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιουσιασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιουσιασμός < περιουσιάζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριουσιασμός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- περιουσιασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.