περιγραφέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιγραφέας < περιγραφ(ή) + -έας (δείτε και την ελληνιστική περιγραφεύς), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική descriptor (αυτό που περιγράφει) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιγραφέας αρσενικό
- (πληροφορική) πρόγραμμα/αλγόριθμος περιγραφής
- περιγραφική παράμετρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιγραφέας