περδικοθήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περδικοθήρας < αρχαία ελληνική περδικοθήρας (είδος γερακιού που κυνηγάει πέρδικες)
Ουσιαστικό επεξεργασία
περδικοθήρας αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) αυτός που κυνηγάει πέρδικες
Μεταφράσεις επεξεργασία
περδικοθήρας
|