περαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περαστός | η | περαστή | το | περαστό |
γενική | του | περαστού | της | περαστής | του | περαστού |
αιτιατική | τον | περαστό | την | περαστή | το | περαστό |
κλητική | περαστέ | περαστή | περαστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περαστοί | οι | περαστές | τα | περαστά |
γενική | των | περαστών | των | περαστών | των | περαστών |
αιτιατική | τους | περαστούς | τις | περαστές | τα | περαστά |
κλητική | περαστοί | περαστές | περαστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περαστός < περνώ
Επίθετο
επεξεργασίαπεραστός, -ή, -ό
- αυτός που φοριέται περασμένος από κάποιο σημείο
- σταυρός περαστός
- υλικό που έχει περάσει από διήθηση / σούρωμα
- ντομάτα περαστή (passata)
- είδος κατασκευής στο οποίο τα υλικά είναι σφηνωμένα και όχι καρφωμένα
- Περαστή σιδεριά σε ξύλινο παράθυρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία περαστός
|