↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περαστός η περαστή το περαστό
      γενική του περαστού της περαστής του περαστού
    αιτιατική τον περαστό την περαστή το περαστό
     κλητική περαστέ περαστή περαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περαστοί οι περαστές τα περαστά
      γενική των περαστών των περαστών των περαστών
    αιτιατική τους περαστούς τις περαστές τα περαστά
     κλητική περαστοί περαστές περαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περαστός < περνώ

  Επίθετο

επεξεργασία

περαστός, -ή, -ό

  1. αυτός που φοριέται περασμένος από κάποιο σημείο
    σταυρός περαστός
  2. υλικό που έχει περάσει από διήθηση / σούρωμα
    ντομάτα περαστή (passata)
  3. είδος κατασκευής στο οποίο τα υλικά είναι σφηνωμένα και όχι καρφωμένα
    Περαστή σιδεριά σε ξύλινο παράθυρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία