πεντηκοντάλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντηκοντάλεπτο < πεντήκοντα + λεπτό[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pen.di.konˈda.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντη‐κο‐ντά‐λε‐πτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεντηκοντάλεπτο ουδέτερο
- (νόμισμα, παρωχημένο) κέρμα αξίας πενήντα λεπτών[2]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεντηκοντάλεπτο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .