πενταβρωμιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | πενταβρωμιούχος | το | πενταβρωμιούχο | ||
γενική | του/της | πενταβρωμιούχου | του | πενταβρωμιούχου | ||
αιτιατική | τον/την | πενταβρωμιούχο | το | πενταβρωμιούχο | ||
κλητική | πενταβρωμιούχε | πενταβρωμιούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | πενταβρωμιούχοι | τα | πενταβρωμιούχα | ||
γενική | των | πενταβρωμιούχων | των | πενταβρωμιούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | πενταβρωμιούχους | τα | πενταβρωμιούχα | ||
κλητική | πενταβρωμιούχοι | πενταβρωμιούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαπενταβρωμιούχος, -ος, -ο