Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεντάπυλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεντάπυλ
ος
η
πεντάπυλ
η
το
πεντάπυλ
ο
γενική
του
πεντάπυλ
ου
της
πεντάπυλ
ης
του
πεντάπυλ
ου
αιτιατική
τον
πεντάπυλ
ο
την
πεντάπυλ
η
το
πεντάπυλ
ο
κλητική
πεντάπυλ
ε
πεντάπυλ
η
πεντάπυλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεντάπυλ
οι
οι
πεντάπυλ
ες
τα
πεντάπυλ
α
γενική
των
πεντάπυλ
ων
των
πεντάπυλ
ων
των
πεντάπυλ
ων
αιτιατική
τους
πεντάπυλ
ους
τις
πεντάπυλ
ες
τα
πεντάπυλ
α
κλητική
πεντάπυλ
οι
πεντάπυλ
ες
πεντάπυλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεντάπυλος
<
ελληνιστική κοινή
πεντάπῠλος
<
αρχαία ελληνική
πέντε
+
πύλη
Επίθετο
επεξεργασία
πεντάπυλος
που έχει
πέντε
πύλες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεντάπυλος