↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάξενος η πεντάξενη το πεντάξενο
      γενική του πεντάξενου της πεντάξενης του πεντάξενου
    αιτιατική τον πεντάξενο την πεντάξενη το πεντάξενο
     κλητική πεντάξενε πεντάξενη πεντάξενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάξενοι οι πεντάξενες τα πεντάξενα
      γενική των πεντάξενων των πεντάξενων των πεντάξενων
    αιτιατική τους πεντάξενους τις πεντάξενες τα πεντάξενα
     κλητική πεντάξενοι πεντάξενες πεντάξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντάξενος < πεντα- + ξένος

  Επίθετο

επεξεργασία

πεντάξενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία