πενιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πενιά | οι | πενιές |
γενική | της | πενιάς | των | πενιών |
αιτιατική | την | πενιά | τις | πενιές |
κλητική | πενιά | πενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πενιά θηλυκό
- μια σειρά από χτυπήματα των χορδών του μπουζουκιού με την πένα που παράγει μια μουσική φράση
- μόνη νύξη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πενιά
|