πεμπταίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεμπταίος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπεμπταίος
- Αγόρι που πάει πέμπτη τάξη.
πεμπταία
- Κορίτσι που πάει πέμπτη τάξη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεμπταίος
|
πεμπταίος
πεμπταία
|